Новогреческий словарь
έπαθα
έπαθα
αόρ. от παθαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έπαθα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ατήραγος
—
τσότρα
—
ωοθυλάκιον
—
παλαίβω
—
δαιμονίζω
—
ροκέττα
—
υδρόψυξη
—
καταγεμίζω
—
ξεπροβόδημα
—
ζίγκ-ζάγκ
—
ξεστρίβω
—
εκκολαπτήριο
—
ανάδευμα
—
ρητινοσυλλέκτης
—
διάρμενο
—
σακχαρότευτλο
—
βρουβοβλάσταρο
—
επανωσάγονο
—
κεραμιδοκάμινο
—
μελοποιούμαι
—
ευσώματος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве