|
ο дитя; младенец (тж. ирон.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дитя? — μπεμπέκος как на (ново)греческом будет слово младенец? — μπεμπέκος как с (ново)греческого переводится слово μπεμπέκος? — дитя, младенец — εστράφην — εκκρεμές — αχρωμία — αντιπαραβάλλω — αποπιάνω — βιοφωταύγεια — χειρώναξ — ακράτισμα — αρχικηπουρός — εσείς — νιτρόφιλος — βαθομετρικός — θανατικός — ανεμελιά — παρωκεάνειος — συνηχώ — ατσίμπητος — γαμψός — εφεκτικότητα — αντιληπτός — φουντάρισμα |
|||