|
машина скорой помощи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово машина скорой помощи? — ασθενοφόρο как с (ново)греческого переводится слово ασθενοφόρο? — машина скорой помощи — αγγελοκρούω — διείσδυση — τραπεζίτης — σκαφή — ών — κοιλόκερα — πηροχειρία — ζωοτόμος — λαδολέμονο — απατώ — αυτόνομος — επτάδυμος — γραμμογραφία — σκατολαγνεία — στραβοκοιτάζω — φεγγοβολιά — περιπλανώμενος — ψαλιδιά — ρωπογράφος — γαλακτίζω — δεκασμός |
|||