|
ο мед. камнедробитель (инструмент) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово камнедробитель? — λιθοθρύπτης как с (ново)греческого переводится слово λιθοθρύπτης? — камнедробитель — αμπής — πεζοπόρος — περιτειχίζω — ασύνθετος — εγκατάσταση — φείδομαι — ευαπόκτητος — έντιμα — εδραίωμα — ρομάντζο — άπυρος — ανίερα — εικοσαπλασιάζω — δανείσιμος — πλοϊμότης — φαφούτικα — ηττοπάθεια — σαπρόφυτα — πετηνός — πυροσειρίδα — αποδειλιώ |
|||