|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιθωριακός? — — τρισκελής — παραχωρητής — τρύγος — ικετευτικά — ευθυμογράφημα — κορφολογάω — σταματάω — βρομίζω — κλειδοφύλακας — σωματομετρία — άλμπουμ — επαναστάτης — επιγονατιδικός — διχάζω — σπερματογένεση — τρέλλα — εναντίωνομαι — άβρεχτος — ηλεκτροκαρδιογραφία — κινηματίας — ελλειμμοτίας |
|||