|
олений #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово олений? — ελαφήσιος как с (ново)греческого переводится слово ελαφήσιος? — олений — αδιευκρίνητος — ερημιά — λογιέμαι — χρυσοκάπουλος — βενζινόκολλα — ξεψυχισμένα — συλλυπούμαι — μπάφα — ταράζομαι — μυζηθρόπιτα — ψηλόπλωρος — τεκμηρίωση — διορθώνω — εστυρακωμένος — πατάω — γέφυρα — παχούτσικος — εορταστικός — απόθεμα — παριστώ — βυσσινής |
|||