Новогреческий словарь
δυαρχία
δυαρχία
η 1)
двоевластие
;
2) филос.
дуализм
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двоевластие
? —
δυαρχία
как на
(ново)греческом
будет слово
дуализм
? —
δυαρχία
как с
(ново)греческого
переводится слово
δυαρχία
? — двоевластие, дуализм
#
(ново)греческий словарь
—
χαρτζιλικάκι
—
ακαβαλλίκευτος
—
γαλακτομέτρία
—
συνεργάτιδα
—
αρτοφάγος
—
αυτοκινητίστρια
—
προσεταιρίζομαι
—
αντικοινοβουλευτικά
—
ατήραγος
—
μακρύτερο
—
θήλυς
—
θαλασσογράφος
—
ισοζυγία
—
λαγκαδιά
—
γλυκαισθησία
—
πεντακοσιοστό
—
σφαγείο
—
κρεμανταλού
—
διακόλληση
—
επιγαμία
—
αποπληρωμή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве