Новогреческий словарь
αθηλύκωτος
αθηλύκωτ|ος
незастёгнутый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
незастёгнутый
? —
αθηλύκωτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αθηλύκωτος
? — незастёгнутый
#
(ново)греческий словарь
—
μηχανορράφος
—
τσομπανόσκυλο
—
ρεπάνι
—
συμφοίτηση
—
συναγωγή
—
ξαπλωταριό
—
φουντούκι
—
σπρώχνω
—
βιβλιονόμος
—
οπωροπώλης
—
αριθμίζω
—
προσοικενούμαι
—
βλόγημα
—
καλαμοπόδαρος
—
αυτοπεποίθηση
—
πήγμα
—
επίχωση
—
αντινευρικός
—
κεραμιδόχωμα
—
εκκοκκιστήριο
—
μαγεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,