|
незастёгнутый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незастёгнутый? — αθηλύκωτος как с (ново)греческого переводится слово αθηλύκωτος? — незастёгнутый — οπλασκία — παλληκαρωσύνη — κυνορεξία — φοινικών — τρισάξιος — στρογγυλάδα — φυγαδεύω — ροζ — λίβελλος — υγειονομία — βαριοκοιμούμαι — βακχανάλια — χιλιόστρεμμα — διαπυητικός — φουντώνω — μαναβέλλα — αρδευτικός — αγλωσσοφάγωτος — ιδιοπαθής — παρεώ — πτερύγιο |
|||