|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακυρολεξία? — — συνεισβάλλω — φτωχικός — δικηγορία — φιλοφροσύνη — βητατρόνιον — δημοσιονομικός — επιδίκαση — μπερμπαντάκος — σκανδαλοθηρίο — υπερήλικος — λιγόστεμα — αντίρρησις — καλανδάρι — κατάστημα — αντονυμικός — ντρέπομαι — ακέρατος — υπέρογκος — αντιπλέκω — πλεξιά — ρεμπελιό |
|||