Новогреческий словарь
καϊμακλής
καϊμακλ|ής
ο :
~ (καφές) — кофе с обильной пеной
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καϊμακλής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πιθώνω
—
ξινότυρο
—
περιπολικό
—
αντιμεταρρυθμιστικός
—
επιτηρώ
—
καρδιοχειρουργική
—
καστανότοπος
—
αποκαρδιωτικός
—
νικελάκι
—
πυγή
—
μετρό
—
δώθενε
—
κοντολαίμης
—
δίωξη
—
ετυμολογικός
—
ορφανοτροφείο
—
σαλόνι
—
μεταμορφωτικός
—
παρεκκλήσιο
—
ηδονικά
—
κατήγορος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве