|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ελασματουργείο? — — ξέχασμα — χαϊβάνι — αγρίνιαστα — εχθρικός — σηψαιμικός — ψιμυθιώνομαι — χρονόμετρο — μίανσις — αρμένισμα — αναλειωτός — μανδύας — μισοσβήνω — υδατανθρακούχος — τράφηκα — ναυσιπλοία — λειχηνιάρης — ταρίφα — εξαρτώμαι — τσάϊ — άρτημα — εκπνευστικός |
|||