χριστουγεννιάτικ|ος

формы словаβ
χριστουγεννιάτικ|ος
рождественский;
          τό ~ο δένδρο — рождественская ёлка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово рождественский? — χριστουγεννιάτικος
как с (ново)греческого переводится слово χριστουγεννιάτικος? — рождественский


κουρβουλιάζωυπερβραχύςπροεδριλίκιβαίνωφασισμόςσπάραγμασπατουλαριστόςσατινέθαλασσογραφικόςστίλβωσηκάκιααποσβολωμένοςεγγύτατοςανασυντεταγμένοςαντιλαμβανόμενοςχαλκευτήςσυνηχώφάρσαανεπαχθώςκώλωμααναπόδραστα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit