|
рождественский; τό ~ο δένδρο — рождественская ёлка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рождественский? — χριστουγεννιάτικος как с (ново)греческого переводится слово χριστουγεννιάτικος? — рождественский — κουρβουλιάζω — υπερβραχύς — προεδριλίκι — βαίνω — φασισμός — σπάραγμα — σπατουλαριστός — σατινέ — θαλασσογραφικός — στίλβωση — κάκια — αποσβολωμένος — εγγύτατος — ανασυντεταγμένος — αντιλαμβανόμενος — χαλκευτής — συνηχώ — φάρσα — ανεπαχθώς — κώλωμα — αναπόδραστα |
|||