|
ο (-ηνός) клин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клин? — σφήν как с (ново)греческого переводится слово σφήν? — клин — εμπαικτικά — ξεμοντάρω — αποξέω — παροδικότητα — υπερφιάλως — φουντώνω — εντελής — τερπνότητα — συνδετικός — δίσημος — φραξιονισμός — παραφυσώ — κλινόπους — έμεση — περιπολάρχης — ενδημικότητα — χειραφετώ — ελλέβορος — τελικώς — τραγουδοποιός — ανθρακιά |
|||