|
сальный; ~ο κερί — сальная свеча #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сальный? — αλειμματένιος как с (ново)греческого переводится слово αλειμματένιος? — сальный — μαϊντανός — δοσμένα — ξυλόμετρο — εκρίθη — αγαλούχητος — κουμπώνομαι — αναβλάστηση — αναδίπλωση — παιδομάνι — τυφλότητα — γλυκομεσήμερο — αναστρέφομαι — διαύγεια — κουρέλιασμα — φρικιαστικός — κυνισμός — αγριόχοιρος — ντέρτι — μονιμοποιούμαι — οκτακισχιλιοστός — συμβόλαιο |
|||