Новогреческий словарь
αλειμματένιος
αλειμματένι|ος
сальный
;
~ο κερί — сальная свеча
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сальный
? —
αλειμματένιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλειμματένιος
? — сальный
#
(ново)греческий словарь
—
σφουγγοκωλάριος
—
κομπαστικός
—
λαμπρύνω
—
φάντες
—
κατασβεστήρας
—
αριστοτέχνημα
—
φασκομηλιά
—
γόνιμα
—
σύγκαιρα
—
δώ
—
ακροβολιστικά
—
αντίστεκος
—
κατ' εξοχήν
—
παρθενιά
—
ανθοκάνιστρο
—
βουτυρίνη
—
σκηνοθέτις
—
αρχικατεργάρης
—
επιγάστριον
—
παραπλήσιος
—
ξεθώριασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве