Новогреческий словарь
γυαλισμένος
γυαλισμένος
полированный, гладкий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γυαλισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μαντρεύω
—
εφικτός
—
ακαρατόμητος
—
επιχωματώνω
—
αντισηκώνω
—
αυγουλομάτης
—
σταθμοδείκτης
—
νεφρολιθοτομία
—
αιτιάζομαι
—
νόννα
—
ανυψωτικός
—
κεραμίδα
—
χιονοβόλος
—
σκιάδα
—
υπο-
—
σωκρατικός
—
λιθοδομή
—
παλάσκα
—
ασπροκαλάμποκο
—
φωτόλουτρο
—
ξεροψήνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве