|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιστημολογικός? — — αθεμέλιωτος — πρακτικογράφος — αποβάλλω — κακόφημος — βερμούτ — απόμωρος — απόδραση — φυγοστρατία — εγγόνα — ρουμπινύς — δυσυπέρβλητος — Φωτούλα — ορμίσκος — ρίξιμο — εμμηνοόπαυση — φθειρικός — ροζιάρης — ανθεξα — οιστρήλατος — γλωσσαρού — επιδαπέδιος |
|||