Новогреческий словарь
μισθοφόρος
μισθοφόρ|ος
ο
наёмный солдат, наёмник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наёмный солдат
? —
μισθοφόρος
как на
(ново)греческом
будет слово
наёмник
? —
μισθοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μισθοφόρος
? — наёмный солдат, наёмник
#
(ново)греческий словарь
—
μαγκούφης
—
επωάζω
—
ψηλουκρυτάνα
—
αμεροληψία
—
έξάπους
—
επίστρωτος
—
λιπανάβατος
—
απεχθής
—
γνεφτά
—
διατρέφω
—
αστοτσιφλικάδικος
—
σχοινί
—
χαλκοτυπική
—
πολυθέλγητρος
—
μαγαζιάτορας
—
πρωτόκλιτος
—
αιμοποιητικός
—
λεβιθόχορτο
—
κωλάδικο
—
αξιολάτρευτος
—
υδάτινος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,