|
ο хирург; оператор (уст.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хирург? — εγχειρητής как на (ново)греческом будет слово оператор? — εγχειρητής как с (ново)греческого переводится слово εγχειρητής? — хирург, оператор — βαλάντιο — αποσπερίζω — αποπίνω — ρεπανόσουπα — καμαριέρα — τριανταφυλλόξιδο — ξεγδέρνω — καδμείος — υδατάνθραξ — αλευροπολτός — σατινένιος — αντικειμενισμός — επιχρίω — στρατηγός — πυριόβολο — σελήνιο — περισπάω — υδροπρίων — κλειδωνιά — απόσμηξη — χειροπιαστός |
|||