|
шотландец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шотландец? — Σκώτος как с (ново)греческого переводится слово Σκώτος? — шотландец — ερωτοδιωματόρης — δικαιοδόχος — εργοδηγός — ενεργειοκρατία — βαρυντικός — άγγελοθωρω — ψαλιδισμός — άλκιμος — πρόνοια — αλεβάντιαστος — λογοκοπία — πανταλόνα — υγράλατος — πολυζωία — γλαυκίοπις — δάγγειος — αποξηραμένος — εξανάστασις — μελετηρός — μεσότοιχος — γλιτζερός |
|||