Новогреческий словарь
σπάγγος
σπάγγ|ος
ο
шпагат
;
===
είναι ~ — [phrase]он скуп[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шпагат
? —
σπάγγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σπάγγος
? — шпагат
#
(ново)греческий словарь
—
Αιγαίος
—
ζώνω
—
επίσης
—
λογγιά
—
ξεψαρώνω
—
αρπίστρια
—
μαυρόψαρο
—
χρησιδεσποτεία
—
οροϊστορικός
—
γρέκι
—
γυψέλι
—
φαντασιόπληκτος
—
ισοτελής
—
βράδι
—
ασβεστοποιός
—
ανοιγοκλείσιμο
—
καταδύομαι
—
χρυσόφτερος
—
Γερουσία
—
αποχωσιάζω
—
μυούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,