Новогреческий словарь
οροαντίδραση
οροαντίδραση
η мед.
реакция сыворотки
;
~ Βάσσερμαν — реакция Вассермана
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
реакция сыворотки
? —
οροαντίδραση
как с
(ново)греческого
переводится слово
οροαντίδραση
? — реакция сыворотки
#
(ново)греческий словарь
—
ακίνητο
—
κυνηγώ
—
βροντώδης
—
αμπαλλάρω
—
ανταπεργώ
—
στοίβαγμα
—
καλοφτιασμένος
—
λιποθυμιά
—
ασκητισμός
—
εμβιβάζω
—
ξεφαντωμένος
—
εξώπορτα
—
συγχαίρω
—
κονάκι
—
εγκαλλώπισμα
—
σάκχαρη
—
Μαλαϊοι
—
λεμβόζευκτος
—
θηροφύλακας
—
εξωδερμικός
—
εστέρες
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,