|
η мед. реакция сыворотки; ~ Βάσσερμαν — реакция Вассермана #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реакция сыворотки? — οροαντίδραση как с (ново)греческого переводится слово οροαντίδραση? — реакция сыворотки — καλησπερούδια — ισκιώνω — ανεπισφαλής — υπομένω — πορφυρίζω — ισομερισμός — όξω — καταχώνιασμα — χρεωλυσία — οδοντόβουρτσα — εκτροχίαση — θρησκευτικότητα — ευφορία — συναρτώ — παρτιζάνα — αυτοαθμολογούμαι — τσόχα — οκτακοσαριά — μουρντάρικος — καλοτάξιδος — νηστίσιμος |
|||