|
(-ηρος) ο глушитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глушитель? — κατασιγαστήρας как с (ново)греческого переводится слово κατασιγαστήρας? — глушитель — ευθιξία — νοίκι — ιχνοστοιχείο — εγωπάθεια — υποφερτός — αερολόγος — ξενητεμένος — ωρισμένος — ορθοδοντική — αναντιάζω — μικροβιολογία — ασύνταχτος — χρηματίζομαι — νταλίκα — μανίκωμα — προέκταση — ακροατής — φωτοψευδαργυρογραφία — γεροντοκόρη — προσκόπτω — σπουδάζω |
|||