|
запереть дверь (чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запереть дверь? — ρουμανίζω как с (ново)греческого переводится слово ρουμανίζω? — запереть дверь — σταλίκι — κλώση — γρετίδικος — γκαζομετρητής — αυθυπνωτίζομαι — ευαπόκτητος — οβελίζω — ξαναζυγώνω — γκριμάτσα — άριστος — εμπράγματος — κεράμειος — ίς — αβαυκάλιστος — συνέχω — μοναχικός — αβανιάζω — μαύρο — επανάθεση — μουεζίνης — σύγγραμμα |
|||