Новогреческий словарь
ιωβηλαίο
ιωβηλαίο
το
юбилей
;
γιορτασμός ( πανηγυρισμός) τού ~ ιωβηλαίου — юбилейные торжества
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
юбилей
? —
ιωβηλαίο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιωβηλαίο
? — юбилей
#
(ново)греческий словарь
—
τηγανίτα
—
ατμόμυλος
—
ερωτοληψία
—
περιχύνω
—
τελειώνω
—
καταδολίευσις
—
σημειωτόν
—
μεμονωμένος
—
νιόφερτος
—
τσουκάλα
—
απομεσήμερο
—
παλιό-
—
απορρέω
—
ού
—
εξιστόρηση
—
υδροκριτικός
—
θάμνος
—
αστείρευτος
—
φυσικοχημεία
—
λαθροχέρης
—
ταυρομαχώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве