|
1) нештукатуренный; 2) небелёный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нештукатуренный? — ασοβάτιστος как на (ново)греческом будет слово небелёный? — ασοβάτιστος как с (ново)греческого переводится слово ασοβάτιστος? — нештукатуренный, небелёный — ασπροσίτικος — αναμφισβήτητος — ροδίζω — απόσχισμα — νάπη — αξουρισία — ωθώ — κατάσχω — αλάλητος — αίσθηση — ηλεκτροφώτισις — εσώψυχα — αυτοκίνηση — αναμαλάζω — λαρυγγόφωνα — πισινούλης — ανεμομάζεμα — μιλτοβαφώ — ενθρονίζω — ενδοκρινολογία — ημίθραυστος |
|||