|
το справочник; реестр; индекс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово справочник? — ονοματολόγιο как на (ново)греческом будет слово реестр? — ονοματολόγιο как на (ново)греческом будет слово индекс? — ονοματολόγιο как с (ново)греческого переводится слово ονοματολόγιο? — справочник, реестр, индекс — ψυχοπαιδαγωγικός — φιλοπερίεργος — τακτικότητα — ωρισμένα — απόστημα — σιρόπιασμα — δυσεπίσχετος — υποχθόνιος — κύφωμα — ετυμολογημένος — δυσαπάλλακτος — αρμέγομαι — λεπίδι — γρυπώνω — κρανιοσκοπία — ανεξάλειπτα — απροαιρεσία — προδιάθεση — ταράζομαι — κοτσίδα — αβάκιον |
|||