|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλαντίστρια? — — φαιδρός — ντεφορμέ — ρεαλιστικός — ωολεύκωμα — διαπιστεύω — ημίσβεστος — διάγνωση — κακοβούλως — μορφοποιούμαι — δολερότητα — εξαγριωμένος — ισότοπος — λασκάδα — πιτσουνάκι — πριονιστικός — μονόπορτα — ηχοβόλιση — καμπύλος — περνοδιαβαίνω — λιγδής — ραβάρβαρον |
|||