|
ο плечо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плечо? — νώμος как с (ново)греческого переводится слово νώμος? — плечо — επιστολάριον — δέων — υφηγεσία — κατηγορηματικός — αναφτερώνω — ρυμουλκώ — επικεφαλίδα — λιθοδομή — αρχοντόπουλος — επίκρανον — καθωσπρέπει — ιδιότροπος — αδεκαρία — ερευνήτρια — τσαπατσούλα — τρίποδας — αγαποβότανο — δαδί — πάσχα — αποβιβαστικά — ηφαιστειογενής |
|||