|
το краска #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово краска? — χρώσμα как с (ново)греческого переводится слово χρώσμα? — краска — κληροδότημα — πρωκτοϋδραυλικός — ιδιοσύστατος — παιδιαρίζω — άπω — εφεξής — γαβάθισμα — αναρίγημα — εκατονταέτις — δεκήτομος — βιράρω — αρίθμημα — λυμαίνομαι — απίτουρος — ίντερνετ — στουπένιος — τρισεγγόνη — ψυχοτεχνική — ασώτεμα — αιματόστασις — υμνητής |
|||