|
десантный; ~ή επιχείρηση — десантная операция; ~ό άγημα — десант, десантный отряд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово десантный? — αποβατικός как с (ново)греческого переводится слово αποβατικός? — десантный — σιτεύω — ακουστικός — σπολλάτη — πειστήριο — σταμάτισμα — αποκρυσταλλώνομαι — γιασεμάκι — κατουρλιάρης — θανατοποινίτης — εκτρέφομαι — θεοκόπηλος — παγάνα — ζοφός — εσωτερικός — σκοπιωρός — απόνοχτος — σχωρνώ — κάνω — τεκτονική — νοσταλγός — χρεώγραφο |
|||