|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκιαξάρης? — — γεράδα — αρκουδάκι — παρέστην — διεκχύνω — αρκούμαι — ενήλικος — ορειβάτης — πρεσβύωψ — κοινάτο — σκάφη — ανδρομανής — απαραμύθητος — εμμέτρωψ — νούμερο — σπανάκι — γουβώνω — οδοντοκεραμεική — διεξερευνώ — πουκαμισάκι — εξεπίτηδες — φόνισσα |
|||