|
1) сознательный; 2) сознающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сознательный? — ενσυνείδητος как на (ново)греческом будет слово сознающий? — ενσυνείδητος как с (ново)греческого переводится слово ενσυνείδητος? — сознательный, сознающий — λειβάδα — αγορίστικα — γονικός — μεθοκόππι — οσπριοφάγος — σεμνοτυφία — ακουαρελίστας — κρεατόβεργα — ολισθητήρας — ανακατακτώ — ξύρισμα — αρχαιοφύλακας — προσμετρώ — ολοφάνερος — αλατότοπος — κροταφιαίος — αντιπληθωριστικός — υποδηματεργοστάσιο — συζήτηση — εισχώρηση — μοντεράτο |
|||