ενσυνείδητ|ος

формы словаβ
ενσυνείδητ|ος
1) сознательный;
2) сознающий



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово сознательный? — ενσυνείδητος
как на (ново)греческом будет слово сознающий? — ενσυνείδητος
как с (ново)греческого переводится слово ενσυνείδητος? — сознательный, сознающий


λειβάδααγορίστικαγονικόςμεθοκόππιοσπριοφάγοςσεμνοτυφίαακουαρελίσταςκρεατόβεργαολισθητήραςανακατακτώξύρισμααρχαιοφύλακαςπροσμετρώολοφάνεροςαλατότοποςκροταφιαίοςαντιπληθωριστικόςυποδηματεργοστάσιοσυζήτησηεισχώρησημοντεράτο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit