|
το 1) перен. рыло, рожа; 2) ирон., шутл. персона; σπουδαίο ~ — важная персона #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыло? — μούτσουνο как на (ново)греческом будет слово рожа? — μούτσουνο как на (ново)греческом будет слово персона? — μούτσουνο как с (ново)греческого переводится слово μούτσουνο? — рыло, рожа, персона — γοργοφτέρωτος — αριστούργημα — αξιάδα — θριαμβεύω — οργιώδης — ακωμώδιστος — σιλό — συντροφεύω — κόχη — παιδιαρίζω — δοσίμετρο — στηθοχτυπιούμαι — τρίδιπλος — καρδιοκλέφτρα — αποχωμάτωση — ξεχώνιασμα — φεγγαροστολισμένος — αραχνοϋφαίνω — μισότρελος — βλεφαριδοφόρος — κατατοπιστικός |
|||