|
двадцатилетний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двадцатилетний? — εικοσάχρονος как с (ново)греческого переводится слово εικοσάχρονος? — двадцатилетний — αυγούλι — πειθαρχία — κτίσμα — υδάτινος — αγορασμένος — ιησουιτισμός — μικροκύματα — εξηνταρίζω — εβγάζω — ρεμπελεύω — εγκληματικότητα — αντιβασίλισσα — αποκλαμός — πολφός — εθνομάρτυρας — κολοφώνιο — νογάω — διποδίζω — γυμνόσπερμα — μόνιμος — πηγή |
|||