Новогреческий словарь
εικοσάχρονος
εικοσάχρον|ος
двадцатилетний
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двадцатилетний
? —
εικοσάχρονος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εικοσάχρονος
? — двадцатилетний
#
(ново)греческий словарь
—
οντάριο
—
συζευγνύομαι
—
ξεκουτιάρης
—
απόγιομα
—
δάσος
—
αυτοβοήθητος
—
βαλαρίζω
—
καφεζαχαροπλαστείο
—
αποχαντακώνω
—
αρχειοφυλάκιο
—
κατατρυπώμαι
—
σοκολατής
—
περιτυλίσσω
—
λαμπικαρίζω
—
στραβοπατάω
—
περισκαφή
—
μηδενίστρια
—
ξηραίνομαι
—
ελλογιμότης
—
φωτόμετρο
—
αναθυμιατίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве