|
декольтированный; ~ τουαλέττα (или εσθής) — декольтированное платье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово декольтированный? — έξωμος как с (ново)греческого переводится слово έξωμος? — декольтированный — ασεβής — αφρόντιδος — διασκεδαστικός — γηραντικός — χάϊδεμα — αμυγδαλόπαστα — βιολοντσελλίστρια — αιρεσιάρχης — συνδυασμός — καραβόσκοινο — αθρόνιαστος — μετοίκιον — εξαδέρφη — κονιαστής — καλογεράκι — ρίγκ — βιγκόνια — στηθόπονος — διαπύλιον — ντέρμπυ — νομαδισμός |
|||