Новогреческий словарь
σαμπό
σαμπό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαμπό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γυμνοθεραπεία
—
μετρολόγος
—
πολυτεκνία
—
τεσσαρακοντούτης
—
σούμμα
—
Τ
—
ερωτοχτυπημένος
—
δεντρώνας
—
βουβαίνομαι
—
γραμμιστήρι
—
αγελαδινός
—
σκεπάρνι
—
πεθυμιά
—
ωσμογράφος
—
οζοντισμός
—
μπουκαδούρα
—
ροκανίδι
—
ξενιτεμένος
—
λιγοέξοδος
—
σμάραγδος
—
αντιπερνώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве