|
в разн. знач. клинический; ~ θάνατος — клиническая смерть; ~ή εικόνα τής αρρώστιας — клиническая картина болезни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клинический? — κλινικός как с (ново)греческого переводится слово κλινικός? — клинический — μικροαμπέρ — αλτζιά — πεντακισχίλιοι — δρόσος — απογωνιάζω — νεραντζούλα — επιγένεσις — ανεξαγόραστος — κωλομάγουλο — μιαρότητα — λατρεμένος — λαχταράω — βώλαξ — σκυθρωπιασμένος — αποκούμπα — αγοράζω — αποσυνάπτω — ματσάκι — γονιμοποιώ — τετραψήφιος — μορφωμένος |
|||