|
недавно разбогатевший; ο ~ — выскочка, новоявленный богач, нувориш #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недавно разбогатевший? — νεόπλουτος как с (ново)греческого переводится слово νεόπλουτος? — недавно разбогатевший — μηλολάνθη — πούτσος — οργανόγραμμα — αγγειοδιασταλτικός — αλέπιαστος — κατάφαση — σκατομαζώχτρα — υφηγητής — αδικαίωτος — φηρίκι — οικώ — μπαμπακοχώραφο — νυφικό — ίντερνετ — δεκανέας — ανομβρία — ανακατεψιάρης — εξαρτώμαι — Έριδα — αυταρχικότης — σκυλοδρομία |
|||