|
осязательный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осязательный? — απτικός как с (ново)греческого переводится слово απτικός? — осязательный — μετοχάρισσα — θεσμοδότης — τονώνω — ουγγαρέζικος — ενεχυροδανειστήριο — ατσαλεύω — αποτορνεύω — ηλιάστρα — κορνέττα — αναπάντεχα — αποσυνθέτω — συμπροφορά — αγριόχοιρος — πυρωτικός — γλυκοτηράζω — λουρί — ψιλοδουλεμένος — αιμοδιάγραμμα — βενζινάδικο — ξαντός — σκουληκαντέρα |
|||