|
το 1) плавание; δέν ξέρω ~ — не уметь плавать; 2) купание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плавание? — κολύμπι как на (ново)греческом будет слово купание? — κολύμπι как с (ново)греческого переводится слово κολύμπι? — плавание, купание — παχομέτρης — απανθρακωμένος — αυτομάθεια — κοντραμπάστουνο — λιοτρόπι — μεντούρι — ξηλωμένος — σιγά — απαχθείς — γερόκοτα — βιολογικός — πνιγηρός — μεσούρανα — θεοτικό — μεσοχώρι — έρβιον — ακαταστρατήγητος — ανάγλυκος — βλητικότης — πολυανθρωπία — αμφιθάλασσος |
|||