|
производить сталь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово производить сталь? — χαλυβοποιώ как с (ново)греческого переводится слово χαλυβοποιώ? — производить сталь — ξεβγάνω — συνεισφέρων — δεδομένο — έκχυση — νιτροβάμβαξ — αιγίδα — καταπινάδι — αλγεινός — αρμεχτά — τουρκική — μεταβολισμός — βλακικος — γομάρια — ημίπαλτο — γκιουβέτσι — λαθούρι — οφθαλμοφανής — τριακονταπλούς — αμάδητος — οπισθοχωρώ — πανδημεί |
|||