|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναλωθείς? — — διαιρούμαι — βρέχτης — ξενορράφτω — αφεταιρισμός — καθόλου — ανοικοδομικός — κεραμικός — αλληλοπρόγονα — σπληνίο — αλλού — ατίμωση — αστραποβολητό — ξεκουμπώνομαι — μολοσσός — δεκατεύω — γενναιοπρέπεια — βύσσινο — ελεφαντουργίκή — στολίδωση — βιολιτζής — κακομούτρης |
|||