|
добровольный; ~ία κατάταξις στρατιωτών — запись, набор добровольцев #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добровольный? — εθελούσιος как с (ново)греческого переводится слово εθελούσιος? — добровольный — τροχιοδεικτικός — εναντιολογώ — γερουσιαστής — πολύτιμος — ατμόσφαιρα — ανθρακώνω — απέραγος — αποσφήνωση — πλαστοπροσωπώ — αγγουρόνερο — λασπόλουτρο — πιπέρι — ξερομασάω — ηλιογεννημένος — απομώρια — θραύω — ματόφρυδο — κωδικογράφος — τρίστρατο — ύστερον — αποκρισάτορας |
|||