|
η монашеский образ жизни; === είναι βαριά η ~ — [phrase]тяжела ты, шапка Мономаха[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монашеский образ жизни? — καλογερική как с (ново)греческого переводится слово καλογερική? — монашеский образ жизни — σαρκοβόρος — δάγκαμα — νησιώτης — νεροσωλήνας — ψάθινος — ανορθωτής — σύνωρα — αεροδέρνομαι — ένδικος — χαμολόγι — απογειούμαι — κλαγγάζω — μεσοβένθος — χρήσιμος — ζάρωμα — διλοχίτης — νάνος — οκταγωνικός — ξεμοναχιασμένος — εφυαλωμένος — υπερθέρμανση |
|||