|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λογοθεραπευτής? — — παλληκάρι — καλοθωρώ — εξαγορεύω — μανίτσα — ακαλαίσθητα — κρητικιά — ποδίζω — πάτρια — αμακιγιάριστος — κρανιοσκοπία — ανάγλυφος — σαπουνόχορτο — απροσχημάτιστος — καλαφάτισμα — ναυμαχώ — ρουπία — φλώρος — ευμεταχείριστος — πριονοειδής — ανθρακοθήκη — συντυχαίνω |
|||