ούζο

формы словаβ
ούζο
το «узо» (греческий сорт анисовой водки)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово узо? — ούζο
как с (ново)греческого переводится слово ούζο? — узо


αρπαχτικότητααρχοντομαθαίνωανάβλεμμααντιχαριστικόςπροστατευτισμόςτέταρτοξανακοιμάμαιδήλοςαβολεψιάσυντηρητικόςπροσορμώεπιγρομματιστήςσπλαχνικάδυσήνιοςβουνώδηςαναθυμιέμαιαρωματοπώληςναυλομεσιτικόςευχέλαιομακαριότηταπαραβαίνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit