|
το «узо» (греческий сорт анисовой водки) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узо? — ούζο как с (ново)греческого переводится слово ούζο? — узо — αρπαχτικότητα — αρχοντομαθαίνω — ανάβλεμμα — αντιχαριστικός — προστατευτισμός — τέταρτο — ξανακοιμάμαι — δήλος — αβολεψιά — συντηρητικός — προσορμώ — επιγρομματιστής — σπλαχνικά — δυσήνιος — βουνώδης — αναθυμιέμαι — αρωματοπώλης — ναυλομεσιτικός — ευχέλαιο — μακαριότητα — παραβαίνω |
|||