|
сразу; тотчас; ~ ~ — сразу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сразу? — γιαμά как на (ново)греческом будет слово тотчас? — γιαμά как с (ново)греческого переводится слово γιαμά? — сразу, тотчас — τραπεζομάντιλο — ανθιβόλιο — πληροφορημένος — πατινάρισμα — μελάνι — στούμπισμα — φακωτός — λεπτοκάρυον — σείομαι — ιεροφάντις — βαϊόκλαρο — σβελτάδα — πολωτής — εσσάνς — δαφνώνας — βοσκαριά — μονόφωνος — αχουζούρευτος — ψωροβότανο — αψυχοπονεσιά — κορεσμός |
|||