|
набивной (о ткани) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово набивной? — τυπόβαφος как с (ново)греческого переводится слово τυπόβαφος? — набивной — παρατατικός — αργύρωση — γυροσκόπιο — λίκνο — φραγγέλιο — σιδηρωτήριο — δοκιμασία — ατύχημα — περιτείχισμα — ανάβλεψις — ημεροκάματο — μοιρολατρία — μαρμαράδικο — κοκάλινος — φωρώ — φάνταγμα — κοσμοπολιτεία — θεραπευτής — ενιαχού — αγουρογερασμένος — δερματουργία |
|||