|
достойный; стоящий (разг.) (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово достойный? — αξιωμένος как на (ново)греческом будет слово стоящий? — αξιωμένος как с (ново)греческого переводится слово αξιωμένος? — достойный, стоящий — κακομιλάω — διασφήνωση — υπερκαταναλωτισμός — απεικασμός — εδέησα — αλαμπικάριστος — κουμαντάρισμα — δεκεμβριστές — αγιοδημητριάτικο — τοπικός — ορμέμφυτα — πάλιωμα — γυαλάδικο — γενέτειρα — επωάζομαι — συμφορητικός — μαγαρίζομαι — γροθιάζω — διδασκαλία — κουβαλητής — συναρθρώνω |
|||