|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοκκινέλι? — — σαλτσιέρα — γυμνοπαιδία — αποξεριζώνω — γυναικώνίτης — ενδοπνευμονικός — επίδικος — αιμόστασια — λατρεία — μορμαρογλύπτης — κουτόκοσμος — λαδόχαρτο — αγαπητικιά — κρύος — επεξήγηση — κεραυνόβλητος — καρπίζω — γαμπριλίκι — επωαστήρας — φώτιση — καροτσιέρης — ιστιόραμμα |
|||